- προεκδίδωμι
- Α [ἐκδίδωμι]1. εκδίδω, δημοσιεύω κάτι προηγουμένως («ἐν τοῑς προεκδοθεῑσιν ὑπομνηματισμοῑς», Διον. Αλ.)2. φρ. «προεκδοῡσα κοιλία» — κοιλιά που εκκενώνεται προηγουμένως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προέκδοσις — όσεως, ἡ, Α [προεκδίδωμι] η προηγούμενη έκδοση … Dictionary of Greek